Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета). 2014.
Μαχαίρης — Μαχαίρευς masc nom pl Μαχαίρευς masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαχαίρης — μάχαιρα large knife fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)